περικείμενος

περικείμενος
περίκειμαι
lie round about
perf part mp masc nom sg
περίκειμαι
lie round about
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • облежимъ — (1*) прич. страд. наст. Охваченный, одолеваемый чемл.: вѣдѣ бо и са(м) немощью облежи(м). и ˫ако же мѣрю мѣри(м) буду. (περικείμενος) ГБ XIV, 23а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… …   Dictionary of Greek

  • περικειμένως — Α επίρρ. από παντού, εντελώς, ολότελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περικείμενος, μτχ. τού ρ. περίκειμαι + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • ՇՐՋԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 2 0496 Chronological Sequence: 6c, 8c ա. περιΐστας, περίστας circumstans περικείμενος circumjacens. Որ ոք կամ որ ինչ շուրջ կայ. մօտակայ. *Անապատ զշրջակայն իւր առնէր: Յարբուցմունս բուրաստանաց, եւ բովանդակ շրջակային յարբուցումն. Խոր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”